- χοιροψάλης
- και δωρ. τ. χοιροψάλας, ὁ, Α(ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγγίζει το γυναικείο αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + -ψάλης /-ψάλᾱς (< ψάλλω «αγγίζω, τραβώ, μαδώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.